Greek Meaning of softened

μαλακωμένο

Other Greek words related to μαλακωμένο

Definitions and Meaning of softened in English

Wordnet

softened (s)

toned down

being or made softer or less loud or clear

FAQs About the word softened

μαλακωμένο

toned down, being or made softer or less loud or clear

ανάπηρος,Ασθενής,μαλακός,Αδύναμος,εξασθενημένος,ασθενικός,εξετάζω,εξασθενημένος,λεπτός,φτωχός και καταφρονεμένος

αθλητικός,κατάλληλο,σκληρός,σκληρυμένο,ισχυρός,Μυώδης,ισχυρός,robust,ανώμαλος,σταθερός

soften => μαλακώνω, soft-cover book => Βιβλίο με μαλακό εξώφυλλο, soft-cover => Μαλακό εξώφυλλο, soft-coated wheaten terrier => Σόφτ-κόατεντ ουήτεν τέρριερ, soft-cast steel => Μαλακό χυτοσίδηρο,