Greek Meaning of asthenic

ασθενικός

Other Greek words related to ασθενικός

Definitions and Meaning of asthenic in English

Wordnet

asthenic (s)

lacking energy or vitality

having a slender physique

Webster

asthenic (a.)

Characterized by, or pertaining to, debility; weak; debilitating.

FAQs About the word asthenic

ασθενικός

lacking energy or vitality, having a slender physiqueCharacterized by, or pertaining to, debility; weak; debilitating.

Ασθενής,εύθραυστος,Αδύναμος,εξασθενημένος,εξασθενημένος,λεπτός,ανάπηρος,φτωχός και καταφρονεμένος,εξασθενημένος,εξαντλημένος

αθλητικός,γεροδεμένος,μυώδης,κατάλληλο,σκληρός,ανθεκτικός,χάσκι,ισχυρός,Μυώδης,ισχυρός

asthenia => ασθένεια, astert => φράξος, asterophyllite => Αστερόφυλλος, asterope => Αστερόπη, asterolepis => Αστερολέπις,