Greek Meaning of ringing
κουδούνισμα.
Other Greek words related to κουδούνισμα.
- Κωφωτικός/-ή/-ό
- δυνατός
- βρυχιό
- Βροντερός
- ανατίναξη
- Ανθηρός
- θορυβώδης
- ηχηρός
- εκκωφαντικός
- θορυβώδης
- τρύπημα
- (θλιβερός/η/ό)
- ηχηρός
- οξύς
- ηχηρός
- σταθερός
- βροντερός
- Βροντερός
- θρασύς
- δείπνο
- ασύμφωνος
- σίτα
- σκληρός
- Θορυβώδης
- πολύ δυνατά
- θορυβώδης
- εκκωφαντικός
- κοφτερός
- Εκκωφαντικός
- τρίξιμο
- στριγγός
- θορυβώδης
Nearest Words of ringing
Definitions and Meaning of ringing in English
ringing (n)
the sound of a bell ringing
the giving of a ring as a token of engagement
having the character of a loud deep sound; the quality of being resonant
ringing (p. pr. & vb. n.)
of Ring
of Ring
ringing ()
a & n. from Ring, v.
FAQs About the word ringing
κουδούνισμα.
the sound of a bell ringing, the giving of a ring as a token of engagement, having the character of a loud deep sound; the quality of being resonantof Ring, of
Κωφωτικός/-ή/-ό,δυνατός,βρυχιό,Βροντερός,ανατίναξη,Ανθηρός,θορυβώδης,ηχηρός,εκκωφαντικός,θορυβώδης
νεκρός,ήπιος,Χαμηλός,ήσυχος,σιωπηλός,μαλακός,ακόμα,Ήρεμος,ονειρικός,πνιγηρός
ringhals => Ζωνάρι, ringgold wilmer lardner => Ρίνγκολολτ Γουίλμερ Λάρντνερ, ringgit => ρινγκίτ, ringer's solution => Υγρό Ρίνγκερ, ringer solution => Διάλυμα Ρίνγκερ,