Greek Meaning of outmaneuvering
υπερκεράζω
Other Greek words related to υπερκεράζω
- παραπλανητικός
- ηττώμενος
- αστείος
- Υπερκεράζοντας την αλεπού
- υπερτερώ σε εξυπνάδα
- Πανουργία
- ξεγελώ
- υπερνίκηση
- υπεκτίμηση
- ματαιώνοντας
- παρακάμπτοντας
- απορρόφηση
- αλεπού
- απογοητευτικός
- εμποδίζοντας
- Μαντεύω
- ξεπερνώντας
- εξαπάτηση
- απορίας άξιο
- αντίσταση
- αποκλεισμός
- κατάκτηση
- δόλιος
- εξαπάτηση
- απάτη
- εμποδίζοντας
- εμποδίζοντας
- μαντεύω
Nearest Words of outmaneuvering
Definitions and Meaning of outmaneuvering in English
outmaneuvering
to be more skillful or successful than in maneuvering, to outdo, defeat, or gain an advantage over by skillful or clever maneuvering
FAQs About the word outmaneuvering
υπερκεράζω
to be more skillful or successful than in maneuvering, to outdo, defeat, or gain an advantage over by skillful or clever maneuvering
παραπλανητικός,ηττώμενος,αστείος,Υπερκεράζοντας την αλεπού,υπερτερώ σε εξυπνάδα,Πανουργία,ξεγελώ,υπερνίκηση,υπεκτίμηση,ματαιώνοντας
No antonyms found.
outmaneuvered => Ξεπερνώ σε ελιγμούς, outlooks => προοπτικές, outlines => περιγράμματα, outlets => έξοδοι, outlays => δαπάνες,