FAQs About the word outlays

δαπάνες

expenditure, payment, the act of spending, an amount spent, to lay out (money), the act of expending

κόστη,έξοδα,Έξοδα,εκταμιεύσεις,τιμές,χρεώσεις,εκροές,δαπάνες,γενικά έξοδα,συντελεστές

κέρδη,αποθηκεύει,κρυφή μνήμη,Ορδές,αποθηκεύει,κάνει,εξασφαλίζει,κερδίζει

outlaying => απομακρυσμένος, outlaws => παράνομοι, outlasting => ανθεκτικός, outlasted => άντεξε, outlands => έρημος,