Greek Meaning of circumventing

παρακάμπτοντας

Other Greek words related to παρακάμπτοντας

Definitions and Meaning of circumventing in English

Webster

circumventing (p. pr. vb. n.)

of Circumvent

FAQs About the word circumventing

παρακάμπτοντας

of Circumvent

αποφυγή,παράκαμψη,αποδραπέτητος,αποφευκτικός,αγνοώντας,ξύλο,ανυπακοή,αγνοώντας,Αποφυγή,εύπλαστος

σύμφωνοι με,επόμενος,φύλαξη,Υπάκουος,παρατηρώντας,Αποδεκτός,φλερτ,Αγκαλιάζει,επιφέρει,διώκων

circumvented => παρακάμπτω, circumvent => παρακάμπτω, circumvection => περιδίνηση, circumvallation => Περιτείχισμα, circumvallate => περιτειχισμένος,