Greek Meaning of acceding (to)

ένταξη (σε)

Other Greek words related to ένταξη (σε)

Definitions and Meaning of acceding (to) in English

acceding (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word acceding (to)

ένταξη (σε)

συγκατάθεση σε,σύμφωνοι με,συναίνεση (σε),πάει (από),Αποδεκτός,συμφωνώντας,Εγγραφόμενος,συγγενεύοντας,Συμφωνία,ο συμμαχικός

Αντιφατικό,διαφορετικό,διαφωνώντας,συγκρουόμενο,σύγκρουση,αντιμετώπιση,διαφωνούντας,αποκλίνουσες,διαφωνία,αντικείμενος

acceded (to) => προσχωρώ (σε), accede (to) => προσχωρώ, academes => ακαδημαϊκοί χώροι, abysses => άβυσσοι, abuses => Κακοποιεί,