Greek Meaning of consenting (to)

συναίνεση (σε)

Other Greek words related to συναίνεση (σε)

Definitions and Meaning of consenting (to) in English

consenting (to)

No definition found for this word.

FAQs About the word consenting (to)

συναίνεση (σε)

ένταξη (σε),συγκατάθεση σε,σύμφωνοι με,πάει (από),Αποδεκτός,συμφωνώντας,Εγγραφόμενος,συγγενεύοντας,Συμφωνία,ο συμμαχικός

Αντιφατικό,διαφορετικό,διαφωνώντας,συγκρουόμενο,σύγκρουση,αντιμετώπιση,αμφισβητώντας,διαφωνούντας,αποκλίνουσες,διαφωνία

consented (to) => συναινέθηκε (για), consented => συμφώνησε, consent (to) => συναίνεση (σε), consensuses => συναίνεση, consecutions => διώξεις,