Greek Meaning of circumstantiated

λεπτομερής

Other Greek words related to λεπτομερής

Definitions and Meaning of circumstantiated in English

Webster

circumstantiated (imp. & p. p.)

of Circumstantiate

FAQs About the word circumstantiated

λεπτομερής

of Circumstantiate

υποστηριζόμενο (επιστροφή),επιβεβαιωμένος,επιδεικνυόμενος,Τεκμηριωμένο,καθιερωμένος,αποδεδειγμένη,ταυτοποιήθηκε,αποδεδειγμένο,καταγεγραμμένο,διατήρησε

υποτιθέμενος,υποθετικός,εξετάζω,διαψευσμένος,αμφισβητούμενο,αντιρρησίες,υποτιθέμενος,διαψεύστηκε,διαψεύστηκε,μαντεμένο

circumstantiate => τεκμηριώνω, circumstantially => περιστασιακά, circumstantiality => λεπτομέρεια, circumstantial evidence => περιστασιακά αποδεικτικά στοιχεία, circumstantial => περιστασιακός,