Greek Meaning of circumstantial
περιστασιακός
Other Greek words related to περιστασιακός
- λεπτομερής
- γεμάτος
- εμπεριστατωμένος
- ακριβής
- λεπτό προς λεπτό
- ολοκληρωμένο
- λεπτό
- περιγραφικός
- περίτεχνος
- Γραφικός
- ιδιαίτερο
- συγκεκριμένος
- συγκεκριμένος
- άφθονος
- ολοκληρωμένο
- άφθονος
- Σωστό
- Οριοθετημένος
- διακριτός
- εγκυκλοπαιδικός
- ολόκληρος
- απαριθμούμενος
- ακριβές
- εξαντλητικός
- εξαντλητικός
- σαφής
- γραφικός
- Περιεκτικός
- καταχωρημένα
- αναφερόμενος
- αριθμημένοι
- λεωφορείο
- πανοραμικός
- γραφικός
- ακριβής
- πλήρης
- διεξοδικός
- ζωηρός
- Συμπεριληπτική
- διεξοδικός
- αναλυτικός
Nearest Words of circumstantial
- circumstantial evidence => περιστασιακά αποδεικτικά στοιχεία
- circumstantiality => λεπτομέρεια
- circumstantially => περιστασιακά
- circumstantiate => τεκμηριώνω
- circumstantiated => λεπτομερής
- circumstantiating => περιγραφικός
- circumterraneous => περιγεια
- circumundulate => κυματιστός
- circumvallate => περιτειχισμένος
- circumvallation => Περιτείχισμα
Definitions and Meaning of circumstantial in English
circumstantial (s)
fully detailed and specific about particulars
circumstantial (a.)
Consisting in, or pertaining to, circumstances or particular incidents.
Incidental; relating to, but not essential.
Abounding with circumstances; detailing or exhibiting all the circumstances; minute; particular.
circumstantial (n.)
Something incidental to the main subject, but of less importance; opposed to an essential; -- generally in the plural; as, the circumstantials of religion.
FAQs About the word circumstantial
περιστασιακός
fully detailed and specific about particularsConsisting in, or pertaining to, circumstances or particular incidents., Incidental; relating to, but not essential
λεπτομερής,γεμάτος,εμπεριστατωμένος,ακριβής,λεπτό προς λεπτό,ολοκληρωμένο,λεπτό,περιγραφικός,περίτεχνος,Γραφικός
σύντομος,περιεκτικός,περιεκτικός,περιεκτικός,κοντός,σύντομο,περίληψη,περιεκτικός,συντομευμένος,συντομευμένο
circumstantiable => τυχαίος, circumstant => περίσταση, circumstances => συνθήκες, circumstanced => περιστασιακός, circumstance => περίσταση,