Greek Meaning of inventoried
καταχωρημένα
Other Greek words related to καταχωρημένα
- Οριοθετημένος
- λεπτομερής
- απαριθμούμενος
- αναφερόμενος
- αριθμημένοι
- ιδιαίτερο
- συγκεκριμένος
- αναλυτικός
- άφθονος
- ακριβής
- περιστασιακός
- ολοκληρωμένο
- ολοκληρωμένο
- άφθονος
- Σωστό
- λεπτό
- περίτεχνος
- εγκυκλοπαιδικός
- ολόκληρος
- εξαντλητικός
- γεμάτος
- Περιεκτικός
- λεωφορείο
- συγκεκριμένος
- εμπεριστατωμένος
- διεξοδικός
- λεπτό προς λεπτό
- περιγραφικός
- διακριτός
- ακριβές
- εξαντλητικός
- σαφής
- γραφικός
- Γραφικός
- πανοραμικός
- γραφικός
- ακριβής
- πλήρης
- ζωηρός
- Συμπεριληπτική
- διεξοδικός
- χαρτογραφημένος (έξω)
Nearest Words of inventoried
- inventories => αποθέματα
- inventory => Απογραφή
- inventory accounting => Λογιστική αποθεμάτων
- inventory control => Έλεγχος αποθέματος
- inventory item => στοιχείο αποθέματος
- inventory-clearance sale => εκκαθάριση αποθεμάτων
- inventorying => [[απογραφή]]
- inventress => ΕφευρετριA
- inveracity => αναλήθεια
- inverisimilitude => απίθανο
Definitions and Meaning of inventoried in English
inventoried (imp. & p. p.)
of Inventory
FAQs About the word inventoried
καταχωρημένα
of Inventory
Οριοθετημένος,λεπτομερής,απαριθμούμενος,αναφερόμενος,αριθμημένοι,ιδιαίτερο,συγκεκριμένος,αναλυτικός,άφθονος,ακριβής
σύντομος,συμπαγής,περιεκτικός,περιεκτικός,κοντός,περίληψη,κομμένος,περικομμένος,κλαδεμένο,συντομευμένος
inventorial => απογραφικός, inventor => εφευρέτης, inventiveness => δημιουργικότητα, inventively => Εφευρετικά, inventive => Δημιουργικός,