Greek Meaning of inventoried

καταχωρημένα

Other Greek words related to καταχωρημένα

Definitions and Meaning of inventoried in English

Webster

inventoried (imp. & p. p.)

of Inventory

FAQs About the word inventoried

καταχωρημένα

of Inventory

Οριοθετημένος,λεπτομερής,απαριθμούμενος,αναφερόμενος,αριθμημένοι,ιδιαίτερο,συγκεκριμένος,αναλυτικός,άφθονος,ακριβής

σύντομος,συμπαγής,περιεκτικός,περιεκτικός,κοντός,περίληψη,κομμένος,περικομμένος,κλαδεμένο,συντομευμένος

inventorial => απογραφικός, inventor => εφευρέτης, inventiveness => δημιουργικότητα, inventively => Εφευρετικά, inventive => Δημιουργικός,