Greek Meaning of inventress

ΕφευρετριA

Other Greek words related to ΕφευρετριA

Definitions and Meaning of inventress in English

Webster

inventress (n.)

A woman who invents.

FAQs About the word inventress

ΕφευρετριA

A woman who invents.

επινοώ,κατασκευή,επινοώ,σκέφτομαι,Επινοώ,σχεδιασμός,φτιάχνω,Κατασκευή,Παραγωγή,σκέφτομαι (πάνω)

κλώνος,Αντίγραφο,αντίγραφο,μιμούμαι,μιμητής,αναπαράγω,αναπαράγω,μιμητής,διπλασιάζω

inventorying => [[απογραφή]], inventory-clearance sale => εκκαθάριση αποθεμάτων, inventory item => στοιχείο αποθέματος, inventory control => Έλεγχος αποθέματος, inventory accounting => Λογιστική αποθεμάτων,