Greek Meaning of descriptive
περιγραφικός
Other Greek words related to περιγραφικός
- ακριβής
- εκφραστικός
- γραφικός
- Γραφικός
- Φωτογραφικό
- γραφικός
- ρεαλιστικός
- συγκεκριμένος
- ζωηρός
- ολοκληρωμένο
- απεικονίζεται
- λεπτομερής
- περίτεχνος
- σαφής
- πιστός
- Ζωντανός
- πανοραμικός
- ακριβής
- αναλυτικός
- άφθονος
- περιστασιακός
- ολοκληρωμένο
- άφθονος
- Σωστό
- Οριοθετημένος
- διακριτός
- εγκυκλοπαιδικός
- ολόκληρος
- απαριθμούμενος
- ακριβές
- εξαντλητικός
- εξαντλητικός
- γεμάτος
- Περιεκτικός
- καταχωρημένα
- αναφερόμενος
- φυσικός
- αριθμημένοι
- λεωφορείο
- ιδιαίτερο
- συγκεκριμένος
- πλήρης
- εμπεριστατωμένος
- διεξοδικός
- Συμπεριληπτική
- διεξοδικός
- ασαφής
- Ευρύς
- γενικός
- απροσδιόριστος
- ασαφής
- Αδιάφορος
- μη ειδική
- συνολικά
- σκιαγραφημένος
- περίληψη
- ασαφής
- σύντομος
- συμπαγής
- περιεκτικός
- περιεκτικός
- Κροκαλένια
- περιεκτικός
- κοντός
- σύντομο
- περιεκτικός
- αδιευκρίνιστο
- συντομευμένος
- συντομευμένο
- οπτική γωνία πουλιού
- κόβω
- συντομευμένο
- κομμένος
- περικομμένος
- κλαδεμένο
Nearest Words of descriptive
- descriptive adjective => περιγραφικό επίθετο
- descriptive anthropology => Περιγραφική ανθρωπολογία
- descriptive clause => Προσδιοριστική πρόταση
- descriptive geometry => Επιγραφική γεωμετρία
- descriptive grammar => Περιγραφική γραμματική
- descriptive linguistics => Περιγραφική γλωσσολογία
- descriptively => περιγραφικά
- descriptivism => περιγραφισμός
- descriptor => περιγραφέας
- descrive => Περιγράφω
Definitions and Meaning of descriptive in English
descriptive (a)
serving to describe or inform or characterized by description
of or relating to an approach to linguistic analysis that aims at the description of a language's forms, structures and usage
descriptive (a.)
Tending to describe; having the quality of representing; containing description; as, a descriptive figure; a descriptive phrase; a descriptive narration; a story descriptive of the age.
FAQs About the word descriptive
περιγραφικός
serving to describe or inform or characterized by description, of or relating to an approach to linguistic analysis that aims at the description of a language's
ακριβής,εκφραστικός,γραφικός,Γραφικός,Φωτογραφικό,γραφικός,ρεαλιστικός,συγκεκριμένος,ζωηρός,ολοκληρωμένο
ασαφής,Ευρύς,γενικός,απροσδιόριστος,ασαφής,Αδιάφορος,μη ειδική,συνολικά,σκιαγραφημένος,περίληψη
description => περιγραφή, descrier => διακρίνειν, descried => περιγράφεται, describing => περιγραφικός, describer => περιγραφέας,