Greek Meaning of circumspective
προσεκτικός
Other Greek words related to προσεκτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of circumspective
- circumspection => σύνεση
- circumspect => συνετός
- circumscriptly => λεπτομερώς
- circumscriptively => περιοριστικά
- circumscriptive => περιγραφικός
- circumscription => εκλογική περιφέρεια
- circumscriptible => περιγράψιμος
- circumscribing => περιγράφοντας
- circumscriber => περιγραφέας
- circumscribed => περιγεγραμμένο
- circumspectively => προσεκτικά
- circumspectly => προσεκτικά
- circumspectness => Προσοχή
- circumstance => περίσταση
- circumstanced => περιστασιακός
- circumstances => συνθήκες
- circumstant => περίσταση
- circumstantiable => τυχαίος
- circumstantial => περιστασιακός
- circumstantial evidence => περιστασιακά αποδεικτικά στοιχεία
Definitions and Meaning of circumspective in English
circumspective (a.)
Looking around every way; cautious; careful of consequences; watchful of danger.
FAQs About the word circumspective
προσεκτικός
Looking around every way; cautious; careful of consequences; watchful of danger.
No synonyms found.
No antonyms found.
circumspection => σύνεση, circumspect => συνετός, circumscriptly => λεπτομερώς, circumscriptively => περιοριστικά, circumscriptive => περιγραφικός,