Greek Meaning of circumscribed

περιγεγραμμένο

Other Greek words related to περιγεγραμμένο

Definitions and Meaning of circumscribed in English

Wordnet

circumscribed (s)

subject to limits or subjected to limits

Webster

circumscribed (imp. & p. p.)

of Circumscribe

FAQs About the word circumscribed

περιγεγραμμένο

subject to limits or subjected to limitsof Circumscribe

ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,οριοθετημένο,περιορισμένος,ορισμένος,καθορισμένος,μετρημένος

απεριόριστος,αναρίθμητοι,αδιάστατος,ατελείωτος,διευρυμένο,γενικός,αμέτρητος,αμετρήσιμος,Αόριστος,απροσδιόριστος

circumscribe => περιγράφω, circumscribable => περιγραφικός, circumscissile => περιτετμημένος, circumrotatory => περιτροφικός, circumrotation => Κυκλική περιστροφή,