Greek Meaning of dimensionless

αδιάστατος

Other Greek words related to αδιάστατος

Definitions and Meaning of dimensionless in English

Webster

dimensionless (a.)

Without dimensions; having no appreciable or noteworthy extent.

FAQs About the word dimensionless

αδιάστατος

Without dimensions; having no appreciable or noteworthy extent.

απεριόριστος,ατελείωτος,αμέτρητος,αμετρήσιμος,Αόριστος,ανεξάντλητος,άπειρος,απεριόριστος,απέραντος,απεριόριστος

ορισμένος,ορισμένος,πεπερασμένος,περιορισμένος,στενός,περιορισμένος,οριοθετημένο,περιγεγραμμένο,λεπτομερής,καθορισμένος

dimensioning => διάσταση, dimensioned => διαστασιολογημένος, dimensionality => διαστασιακότητα, dimensional => διαστασιακός, dimension => διάσταση,