Greek Meaning of assumed

υποθετικός

Other Greek words related to υποθετικός

Definitions and Meaning of assumed in English

Wordnet

assumed (s)

adopted in order to deceive

Webster

assumed (imp. & p. p.)

of Assume

Webster

assumed (a.)

Supposed.

Pretended; hypocritical; make-believe; as, an assumed character.

FAQs About the word assumed

υποθετικός

adopted in order to deceiveof Assume, Supposed., Pretended; hypocritical; make-believe; as, an assumed character.

φαινομενικός,προφανής,δυνατόν,πιθανός,φαινομενικά,υποτίθεται,υποτιθέμενος,υποτιθέμενος,εμφανής,πιθανός

πραγματικός,επιβεβαιωμένο,κρυμμένος,απίστευτο,αδύνατο (adynato),απίθανος,αδιανόητο,απίθανο,καθιερωμένος,γνήσιος

assume => να υποθέτω Assume, assumably => πιθανώς, assumable => υποθέσιμο, assuetude => συνήθεια, assuefaction => Εθισμός,