Greek Meaning of assumed
υποθετικός
Other Greek words related to υποθετικός
- φαινομενικός
- προφανής
- δυνατόν
- πιθανός
- φαινομενικά
- υποτίθεται
- υποτιθέμενος
- υποτιθέμενος
- εμφανής
- πιθανός
- Φαινομενικός
- πιθανός
- εκ πρώτης όψεως
- υποτιθέμενος
- φημισμένος
- διεκδίκησε
- σαφής
- αντιληπτός
- Παραπλανητικός
- Ψευδής
- επιδεικτικός
- διακριτός
- εξωτερικός
- προσποιημένος
- απατηλός
- φανταστικός
- φανταστικός
- φανερός
- Παραπλανητικό
- φανερός
- εξωτερικός
- απλός
- προσποιημένος
- επαγγελματικός
- ψευδο-
- φαινομενικός
- επιφανειακός
- υποθετικός
- ορατός
Nearest Words of assumed
Definitions and Meaning of assumed in English
assumed (s)
adopted in order to deceive
assumed (imp. & p. p.)
of Assume
assumed (a.)
Supposed.
Pretended; hypocritical; make-believe; as, an assumed character.
FAQs About the word assumed
υποθετικός
adopted in order to deceiveof Assume, Supposed., Pretended; hypocritical; make-believe; as, an assumed character.
φαινομενικός,προφανής,δυνατόν,πιθανός,φαινομενικά,υποτίθεται,υποτιθέμενος,υποτιθέμενος,εμφανής,πιθανός
πραγματικός,επιβεβαιωμένο,κρυμμένος,απίστευτο,αδύνατο (adynato),απίθανος,αδιανόητο,απίθανο,καθιερωμένος,γνήσιος
assume => να υποθέτω Assume, assumably => πιθανώς, assumable => υποθέσιμο, assuetude => συνήθεια, assuefaction => Εθισμός,