Greek Meaning of assumable
υποθέσιμο
Other Greek words related to υποθέσιμο
- αποφεύγω
- πτώση
- αρνούμαι
- αποκήρυξη
- απαρνιέμαι
- ανακαλώ
- αρνούμαι
- απορρίπτω
- απαρνηθώ
- αποκηρύσσω
- ανακαλώ
- ξαναπαίρνω
- αναληψη
- εγκαταλείπω
- απαρνηθώ
- παράκαμψη
- ανέχεσθαι
- εγκαταλείπω
- εγκαταλείπω
- παραιτούμαι
- περιφρονώ
- παράδοση
- απορρίπτω
- ανέκφραστο
- απέχεται (από)
- απέχω (από)
- παραιτούμαι
- υποχωρώ
- υποχωρώ
- επιστροφή προς τα πίσω
- παράκαμψη
Nearest Words of assumable
Definitions and Meaning of assumable in English
assumable (a.)
That may be assumed.
FAQs About the word assumable
υποθέσιμο
That may be assumed.
αποδέχομαι,αρκούδα,ώμος,Αναλαμβάνω,υιοθετώ,αγκαλιάζω,αναλαμβάνω,προσχωρώ,συναινώ,συνήγορος
αποφεύγω,πτώση,αρνούμαι,αποκήρυξη,απαρνιέμαι,ανακαλώ,αρνούμαι,απορρίπτω,απαρνηθώ,αποκηρύσσω
assuetude => συνήθεια, assuefaction => Εθισμός, assubjugate => υποδουλώνω, assuasive => απαλυντικό, assuan => Ασουάν,