Greek Meaning of assumable

υποθέσιμο

Other Greek words related to υποθέσιμο

Definitions and Meaning of assumable in English

Webster

assumable (a.)

That may be assumed.

FAQs About the word assumable

υποθέσιμο

That may be assumed.

αποδέχομαι,αρκούδα,ώμος,Αναλαμβάνω,υιοθετώ,αγκαλιάζω,αναλαμβάνω,προσχωρώ,συναινώ,συνήγορος

αποφεύγω,πτώση,αρνούμαι,αποκήρυξη,απαρνιέμαι,ανακαλώ,αρνούμαι,απορρίπτω,απαρνηθώ,αποκηρύσσω

assuetude => συνήθεια, assuefaction => Εθισμός, assubjugate => υποδουλώνω, assuasive => απαλυντικό, assuan => Ασουάν,