FAQs About the word evidenced

αποδεδειγμένη

supported by evidenceof Evidence

βεβαιωμένος,ελεγμένο ως γνήσιο,Τεκμηριωμένο,διατηρημένος,διατήρησε,βαριέμαι,επιβεβαιωμένο,επιβεβαιωμένος,επιδεικνυόμενος,καθιερωμένος

εκτεθειμένος,διαψευσμένος,άκυρος,διαψεύστηκε,διαψεύστηκε,έλεγξε

evidence => απόδειξη, eviction => έξωση, evicting => έξωση, evicted => εκδιωγμένος, evict => εξώσεις,