Greek Meaning of bore out

βαριέμαι

Other Greek words related to βαριέμαι

Definitions and Meaning of bore out in English

bore out

confirm, substantiate, confirm sense 4

FAQs About the word bore out

βαριέμαι

confirm, substantiate, confirm sense 4

ισχυρίστηκε,επιβεβαιωμένο,επαληθευμένο,βεβαιωμένος,ελεγμένο ως γνήσιο,υποστηριζόμενο (επιστροφή),πιστοποιημένο,επιβεβαιωμένος,επιδεικνυόμενος,αποδεδειγμένο

Αντιφατικός,αρνηθεί,διαψευσμένος,διαψεύστηκε,διαψεύστηκε,εξετάζω,αμφισβητούμενος,αποκήρυξε,αμφισβητούμενο,αρνήθηκε

bore down on => επικεντρώνομαι σε, bore a hand => τρυπάω ένα χέρι, bore (with) => βαριέμαι, bore (on) => τρυπάω, bore (down) => τρύπα (κάτω),