FAQs About the word bore (on)

τρυπάω

to have an effect on (something), to apply or relate to (something)

εφαρμοσμένο (σε),σχετικά με,αναφέρεται (σε),πληγμένος,ανήκε (σε),ανήσυχος,αναμεμειγμένος,Παγιδευμένος,εμπλεκόμενος,εμπλεκόμενος

No antonyms found.

bore (down) => τρύπα (κάτω), borders => σύνορα, borderlines => συνοριακές γραμμές, bordered (on) => συνορεύει με το, border (on) => συνορεύει (με),