Greek Meaning of boreholes
Γεωτρήσεις
Other Greek words related to Γεωτρήσεις
- τάφροι
- πηγάδια
- Σπηλιές
- κρατήρες
- ανασκαφές
- Λακκούβες
- βόθρος
- χαρακώματα
- μπολ
- Κοιλάδες
- λεκάνες
- λαγούμια
- σπήλαια
- λακούβες
- σχισμές
- αυλάκια
- αυλακώσεις
- υδρορροές
- τσέπες
- τρύπες για πασσάλους
- πρίζες
- Τάφροι
- κυλιέται
- πηγάδια
- Αλβεόλια
- τερηδόνα
- κενό
- Ηλεκτρικές σκούπες
- άβυσσοι
- κόγχες
- χάσματα
- Κοίλα
- χτυπήματα
- καταθλίψεις
- λακάκια
- Τρυπήματα
- τρύπες
- κοιλώματα
- εντυπώσεις
- αποτυπώματα
- εσοχές
- κόγχες
- γωνιές
- εγκοπές
- ανοίγματα
- λάκκους
- εσοχές
- κενά
- κενά
Nearest Words of boreholes
Definitions and Meaning of boreholes in English
boreholes
an exploratory well, a hole bored or drilled in the earth, a small-diameter well drilled especially to obtain water
FAQs About the word boreholes
Γεωτρήσεις
an exploratory well, a hole bored or drilled in the earth, a small-diameter well drilled especially to obtain water
τάφροι,πηγάδια,Σπηλιές,κρατήρες,ανασκαφές,Λακκούβες,βόθρος,χαρακώματα,μπολ,Κοιλάδες
λόφοι,Λόφοι,όγκοι,Εξογκώματα,ματσάκια,καμπούρες,σβώλοι,Σπυράκια,προβολές,προεξοχές
borehole => Γεώτρηση, bore witness => μαρτυρώ, bore up => βαρετός, bore out => βαριέμαι, bore down on => επικεντρώνομαι σε,