FAQs About the word bordered (on)

συνορεύει με το

to be very like (something), to have a border on (something)

έμοιαζε,φαινόταν,άγγιξε (πάνω σε),πλησίασε (σε κάτι),συγκρινόμενος με,προτινόμενος,εμφανίστηκε,πλησίασε,προσέγγιστη,κοίταξε

No antonyms found.

border (on) => συνορεύει (με), bops => Άγνωστος, bopped => χτύπησε, bop (into) => κοροϊδεύω, boozing it up => Μπεκροπία,