Greek Meaning of bordered (on)
συνορεύει με το
Other Greek words related to συνορεύει με το
Nearest Words of bordered (on)
Definitions and Meaning of bordered (on) in English
bordered (on)
to be very like (something), to have a border on (something)
FAQs About the word bordered (on)
συνορεύει με το
to be very like (something), to have a border on (something)
έμοιαζε,φαινόταν,άγγιξε (πάνω σε),πλησίασε (σε κάτι),συγκρινόμενος με,προτινόμενος,εμφανίστηκε,πλησίασε,προσέγγιστη,κοίταξε
No antonyms found.
border (on) => συνορεύει (με), bops => Άγνωστος, bopped => χτύπησε, bop (into) => κοροϊδεύω, boozing it up => Μπεκροπία,