Greek Meaning of touched (on)
άγγιξε (πάνω σε)
Other Greek words related to άγγιξε (πάνω σε)
Nearest Words of touched (on)
Definitions and Meaning of touched (on) in English
touched (on)
No definition found for this word.
FAQs About the word touched (on)
άγγιξε (πάνω σε)
συνορεύει με το,έμοιαζε,φαινόταν,προτινόμενος,πλησίασε (σε κάτι),πλησίασε,συγκρινόμενος με,εμφανίστηκε,προσέγγιστη,κοίταξε
No antonyms found.
touched (on or upon) => αγγιχθεί (πάνω ή πάνω), touch base (with) => έρχομαι σε επαφή (με κάποιον), touch (on) => αγγίζω (σε), touch (on or upon) => αγγίζω (ή αγγίζω), totting (up) => Πρόσθεση,