Greek Meaning of touch (on or upon)
αγγίζω (ή αγγίζω)
Other Greek words related to αγγίζω (ή αγγίζω)
- αναφορά
- ενδείκνυμι
- αναφέρειν
- σημείωση
- ειδοποίηση
- παράθεση
- παραπέμπω σε
- καθορίστε
- [Διαφήμιση (προς)]
- Εξηγώ
- περίπτωση
- εισάγω
- όνομα
- προτείνω
- διαφημίζω
- υπαινίσσομαι (κάτι)
- ανακοινώνω
- ανατρέφω
- μετάδοση
- διευκρινίζω
- σαφής
- _δηλώνω_
- ορίσει
- σταγόνα
- επεξηγώ
- υποδηλώνω
- υποδηλώνω
- συμπεράνω
- σκοπεύω
- παρεμβάλλω
- παρεμβάλλω
- υποδεικνύω
- ανακηρύσσω
- προφέρω
- διαφημίζω
- δημοσιεύω
- Σήμα
- δηλώνω
- ήχος
- ορθογραφώ
- σκουλήκι
Nearest Words of touch (on or upon)
- touch (on) => αγγίζω (σε)
- touch base (with) => έρχομαι σε επαφή (με κάποιον)
- touched (on or upon) => αγγιχθεί (πάνω ή πάνω)
- touched (on) => άγγιξε (πάνω σε)
- touched down => Προσγειώθηκε
- touched off => πυροδότησε
- touched up => τροποποιημένο
- touches => αγγίζει
- touches (on or upon) => αγγίζει (σε ή επί)
- touches up => βελτιώνει
Definitions and Meaning of touch (on or upon) in English
touch (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word touch (on or upon)
αγγίζω (ή αγγίζω)
αναφορά,ενδείκνυμι,αναφέρειν,σημείωση,ειδοποίηση,παράθεση,παραπέμπω σε,καθορίστε,[Διαφήμιση (προς)],Εξηγώ
αδιαφορία,ξεχάσω,αμέλεια,παραβλέπω,προσπερνώ,ελαφρύ,γέφυρα
totting (up) => Πρόσθεση, totters => ταλαντεύεται, tots => Νήπια, toting (up) => Πρόσθεση, totes => όλους,