Greek Meaning of totalized

συνολικά

Other Greek words related to συνολικά

Definitions and Meaning of totalized in English

totalized

to add up, to express as a whole

FAQs About the word totalized

συνολικά

to add up, to express as a whole

πρόσθεσε,υπολογισμένος,υπολογισμένος,μετρημένο,διαιρεμένος,αφαιρείται,αθροίστηκε,συνολικό,σύνολο,Ρίχνω** (ψηλά)

No antonyms found.

totalities => ολικότητες, total recall => Σύνολο ανάκληση, tot (up) => σύνολο, tosspots => τεμπέληδες, tossing one's cookies => Τσιμπούσι,