Greek Meaning of totalizing
ολοκληρωτικό
Other Greek words related to ολοκληρωτικό
- προσθήκη
- υπολογίζοντας
- Αφαίρεση
- άθροισμα
- συνολικά
- χύτευση (προς τα επάνω)
- Επιστήμη υπολογιστών
- μέτρηση
- διαιρών
- πολλαπλασιαστής
- συνόψιση
- πίνακας
- συνολικά
- Πρόσθεση
- Κρυπτογράφηση
- αρίθμηση
- υπολογισμός
- Βάση (ανάβαση)
- αρίθμηση
- Συναρμολόγηση
- λογαριασμός
- Αναδιαμόρφωση
- τραπέζι
- σύγκριση
- λέγοντας
- Πρόσθεση
- προπόνηση
Nearest Words of totalizing
- totalized => συνολικά
- totalities => ολικότητες
- total recall => Σύνολο ανάκληση
- tot (up) => σύνολο
- tosspots => τεμπέληδες
- tossing one's cookies => Τσιμπούσι
- tossing (down or off) => Ρίξιμο (κάτω ή έξω)
- tossed one's cookies => έκανε τάραμα τα μπισκότα
- tossed (down or off) => πέταξε (κάτω ή μακριά)
- toss one's cookies => Εμετός.
Definitions and Meaning of totalizing in English
totalizing
to add up, to express as a whole
FAQs About the word totalizing
ολοκληρωτικό
to add up, to express as a whole
προσθήκη,υπολογίζοντας,Αφαίρεση,άθροισμα,συνολικά,χύτευση (προς τα επάνω),Επιστήμη υπολογιστών,μέτρηση,διαιρών,πολλαπλασιαστής
No antonyms found.
totalized => συνολικά, totalities => ολικότητες, total recall => Σύνολο ανάκληση, tot (up) => σύνολο, tosspots => τεμπέληδες,