Greek Meaning of computing
Επιστήμη υπολογιστών
Other Greek words related to Επιστήμη υπολογιστών
- υπολογίζοντας
- υπολογισμός
- προσθήκη
- αξιολόγηση
- Κρυπτογράφηση
- μέτρηση
- διαιρών
- εκτίμηση
- αξιολογώντας
- μέτρηση
- πολλαπλασιαστής
- Αφαίρεση
- άθροισμα
- προπόνηση
- πρόσθεση
- επιτρέποντας (για)
- αξιολόγηση
- μέσος
- βαθμονόμηση
- αφαιρώντας
- Παραγοντοποίηση (μέσα ή μέσα σε ή έξω)
- περιλαμβάνεται
- καταλαβαίνοντας
- μέτρηση
- μέτρηση
- αρίθμηση
- Βαθμολογία
- λογαριασμός
- επανυπολογισμός
- κλιμάκωση
- επίλυση (για)
- σύγκριση
- συνολικά
- ολοκληρωτικό
- συνολικά
- εκτίμηση
Nearest Words of computing
- computer-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη σε υπολογιστή
- computerized tomography => Υπολογιστική Τομογραφία
- computerized axial tomography scanner => Υπολογιστική αξονική τομογραφία
- computerized axial tomography => Υπολογιστική αξονική τομογραφία
- computerize => υπολογιστικοποιώ
- computerization => Ηλεκτρονικοποίηση
- computerise => εκλογιστικοποιώ
- computer-aided design => σχεδιασμός με τη βοήθεια υπολογιστή
- computer virus => Ιός υπολογιστή
- computer user => χρήστης υπολογιστή
- computing device => Υπολογιστική συσκευή
- computing machine => Υπολογιστής
- computing system => σύστημα υπολογιστών
- comrade => Σύντροφος
- comradeliness => φιλαλληλία
- comradely => συντροφικός
- comradery => συντροφικότητα
- comradeship => συντροφικότητα
- comstock => Comstock
- comstock mealybug => Ο αλευρώδης του Comstock
Definitions and Meaning of computing in English
computing (n)
the branch of engineering science that studies (with the aid of computers) computable processes and structures
the procedure of calculating; determining something by mathematical or logical methods
FAQs About the word computing
Επιστήμη υπολογιστών
the branch of engineering science that studies (with the aid of computers) computable processes and structures, the procedure of calculating; determining someth
υπολογίζοντας,υπολογισμός,προσθήκη,αξιολόγηση,Κρυπτογράφηση,μέτρηση,διαιρών,εκτίμηση,αξιολογώντας,μέτρηση
No antonyms found.
computer-oriented language => Γλώσσα προσανατολισμένη σε υπολογιστή, computerized tomography => Υπολογιστική Τομογραφία, computerized axial tomography scanner => Υπολογιστική αξονική τομογραφία, computerized axial tomography => Υπολογιστική αξονική τομογραφία, computerize => υπολογιστικοποιώ,