Greek Meaning of measuring
μέτρηση
Other Greek words related to μέτρηση
- μέτρηση
- ζύγισμα
- διαπιστώνοντας
- αξιολόγηση
- υπολογίζοντας
- υπισχνόμενος
- εκτίμηση
- αξιολογώντας
- μέτρηση
- κλιμάκωση
- καλύπτοντας
- πρόσθεση
- αξιολόγηση
- βαθμονόμηση
- βαθμονόμηση
- Επιστήμη υπολογιστών
- ανακαλύπτω
- υπολογισμός
- εικασίες
- υπολογίζοντας περίπου
- κρίνοντας
- απόλυση
- σήμανση (αποσβεσμένη)
- ποσοτικοποίηση
- Ποσοτικοποίηση
- άθροισμα
- σύγκριση
- συνολικά
- αξιολόγηση
- εκτίμηση
Nearest Words of measuring
- measuring block => Μετρητικό τεμάχιο
- measuring cup => Μεζούρα
- measuring device => Συσκευή μέτρησης
- measuring instrument => Όργανο μέτρησης
- measuring rod => Μετροταξία
- measuring stick => μεζούρα
- measuring system => σύστημα μέτρησης
- measuring unit => Μονάδα μέτρησης
- measuring worm => Γεωμέτρης
- meat => κρέας
Definitions and Meaning of measuring in English
measuring (n)
the act or process of assigning numbers to phenomena according to a rule
measuring (p. pr. & vb. n.)
of Measure
measuring (a.)
Used in, or adapted for, ascertaining measurements, or dividing by measure.
FAQs About the word measuring
μέτρηση
the act or process of assigning numbers to phenomena according to a ruleof Measure, Used in, or adapted for, ascertaining measurements, or dividing by measure.
μέτρηση,ζύγισμα,διαπιστώνοντας,αξιολόγηση,υπολογίζοντας,υπισχνόμενος,εκτίμηση,αξιολογώντας,μέτρηση,κλιμάκωση
Χάνοντας,εκφράζοντας,απελευθερωτικός,χαλάρωση,εξαερισμός,αερισμός,χαλαρός,παίρνοντας έξω,απελευθερώνοντας
measurer => μετρητής, measurement => μέτρηση, measureless => απέραντος, measuredly => μετρημένα, measured => μετρημένος,