Greek Meaning of calipering
βαθμονόμηση
Other Greek words related to βαθμονόμηση
- βαθμονόμηση
- απόλυση
- σήμανση (αποσβεσμένη)
- μέτρηση
- ποσοτικοποίηση
- κλιμάκωση
- καλύπτοντας
- ζύγισμα
- πρόσθεση
- αξιολόγηση
- αξιολόγηση
- Επιστήμη υπολογιστών
- εκτίμηση
- αξιολογώντας
- καταλαβαίνοντας
- ανακαλύπτοντας
- μέτρηση
- μέτρηση
- Ποσοτικοποίηση
- προπόνηση
- διαπιστώνοντας
- υπολογίζοντας
- Κρυπτογράφηση
- εικασία
- υπισχνόμενος
- ανακαλύπτω
- ντόπινγκ (εκτός)
- υπολογισμός
- εικασίες
- υπολογίζοντας περίπου
- κρίνοντας
- λογαριασμός
- άθροισμα
- εάν θεωρήσουμε
- συνολικά
- συνολικά
- αξιολόγηση
- εκτίμηση
Nearest Words of calipering
- caliphal => χαλιφικός
- call (for) => καλώ (για)
- call (off or out) => Κάλεσμα (κλείσιμο ή έξοδος)
- call (on or upon) => καλώ (προς ή επάνω)
- call (on) => να καλέσω
- call (up) => καλώ
- call house => σπίτι κλήσης
- call in question => Αμφιβάλλω
- call the shots (of) => παίρνω την ευθύνη για κάτι
- call the tune (for) => καλούν το τραγούδι (για κάποιον)
Definitions and Meaning of calipering in English
calipering
any of various measuring instruments having two usually adjustable arms, legs, or jaws used to measure thickness, diameter, and distance between surfaces, to measure by or as if by calipers, a device for pressing a frictional material (such as a brake pad) against the sides of a rotating wheel or disc, any of various measuring instruments having two usually adjustable arms, legs, or jaws used especially to measure diameter or thickness, a measuring instrument with two legs or jaws that can be adjusted to determine thickness, diameter, or distance between surfaces, thickness especially of paper, cardboard, or a tree, caliper splint
FAQs About the word calipering
βαθμονόμηση
any of various measuring instruments having two usually adjustable arms, legs, or jaws used to measure thickness, diameter, and distance between surfaces, to me
βαθμονόμηση,απόλυση,σήμανση (αποσβεσμένη),μέτρηση,ποσοτικοποίηση,κλιμάκωση,καλύπτοντας,ζύγισμα,πρόσθεση,αξιολόγηση
No antonyms found.
calibres => Καλίμπρ, calibrations => βαθμονομήσεις, calibrating => βαθμονόμηση, calibrates => βαθμονομεί, calibers => διαμετρήματα,