Greek Meaning of measuredly
μετρημένα
Other Greek words related to μετρημένα
Nearest Words of measuredly
Definitions and Meaning of measuredly in English
measuredly (r)
in a deliberate unhurried manner
FAQs About the word measuredly
μετρημένα
in a deliberate unhurried manner
υπολογισμένος,θεωρούμενος,εσκεμμένος,αιτιολογημένος,ζυγισμένο,Συμβουλευόταν,προσεκτικός,σκοπούμενος,γνώση,προγραμματισμένη
ανεπίσημος,ευκαιρία,τυχαίος,σπεύδω,τυχαίος,βιαστικός,μη συνιστάται,μη υπολογισμένο,απρόσεκτος,αμελέτητος
measured => μετρημένος, measure up => ανταποκρίνεσαι, measure out => μετράω , measure => μέτρο, measurably => μετρήσιμα,