Greek Meaning of measurer
μετρητής
Other Greek words related to μετρητής
- σημαίνει
- κινώ
- βήμα
- Πράξη
- ενέργεια
- Προσπάθεια
- κάνει
- προσπάθεια
- πρόσφορος
- κατόρθωμα
- πρωτοβουλία
- λειτουργία
- διαδικασία
- διαδικασία
- πόρος
- μετατόπιση
- επιτυχία
- προσπαθώ
- επίτευγμα
- επίτευγμα
- δραστηριότητα
- υπόθεση
- Επίτευξη
- επιχείρηση
- αντίμετρο
- πραξικόπημα
- μάθημα
- ρωγμή
- συναλλαγή
- πράξη
- προσπάθεια, προσπάθεια
- Επιχείρηση
- δοκίμιο
- γεγονός
- προσπάθεια
- εκμεταλλεύομαι
- περιπέτεια
- πηγαίνω
- Εργασία
- πόνοι
- περάσει
- διαδικασία
- πρότζεκτ
- πρόταση
- Πρόταση
- Θέρετρο
- μαχαιριά
- Προσωρινό μέτρο
- πράγμα
- δίκη
- θρίαμβος
- πρόβλημα
- Επιχείρηση
- χτύπημα
- ενώ
- δουλειά
Nearest Words of measurer
- measuring => μέτρηση
- measuring block => Μετρητικό τεμάχιο
- measuring cup => Μεζούρα
- measuring device => Συσκευή μέτρησης
- measuring instrument => Όργανο μέτρησης
- measuring rod => Μετροταξία
- measuring stick => μεζούρα
- measuring system => σύστημα μέτρησης
- measuring unit => Μονάδα μέτρησης
- measuring worm => Γεωμέτρης
Definitions and Meaning of measurer in English
measurer (n)
a person who makes measurements
measurer (n.)
One who measures; one whose occupation or duty is to measure commondities in market.
FAQs About the word measurer
μετρητής
a person who makes measurementsOne who measures; one whose occupation or duty is to measure commondities in market.
σημαίνει,κινώ,βήμα,Πράξη,ενέργεια,Προσπάθεια,κάνει,προσπάθεια,πρόσφορος,κατόρθωμα
εκτροπή,ανωμαλία,εκτροπή
measurement => μέτρηση, measureless => απέραντος, measuredly => μετρημένα, measured => μετρημένος, measure up => ανταποκρίνεσαι,