Greek Meaning of measurably
μετρήσιμα
Other Greek words related to μετρήσιμα
- σημαίνει
- κινώ
- βήμα
- Πράξη
- ενέργεια
- Προσπάθεια
- κάνει
- προσπάθεια
- πρόσφορος
- κατόρθωμα
- πρωτοβουλία
- λειτουργία
- διαδικασία
- διαδικασία
- πόρος
- μετατόπιση
- επιτυχία
- προσπαθώ
- επίτευγμα
- επίτευγμα
- δραστηριότητα
- υπόθεση
- Επίτευξη
- επιχείρηση
- αντίμετρο
- πραξικόπημα
- μάθημα
- ρωγμή
- συναλλαγή
- πράξη
- προσπάθεια, προσπάθεια
- Επιχείρηση
- δοκίμιο
- γεγονός
- προσπάθεια
- εκμεταλλεύομαι
- περιπέτεια
- πηγαίνω
- Εργασία
- πόνοι
- περάσει
- διαδικασία
- πρότζεκτ
- πρόταση
- Πρόταση
- Θέρετρο
- μαχαιριά
- Προσωρινό μέτρο
- πράγμα
- δίκη
- θρίαμβος
- πρόβλημα
- Επιχείρηση
- χτύπημα
- ενώ
- δουλειά
Nearest Words of measurably
Definitions and Meaning of measurably in English
measurably (r)
to a measurable degree
FAQs About the word measurably
μετρήσιμα
to a measurable degree
σημαίνει,κινώ,βήμα,Πράξη,ενέργεια,Προσπάθεια,κάνει,προσπάθεια,πρόσφορος,κατόρθωμα
εκτροπή,ανωμαλία,εκτροπή
measurable => μετρήσιμος, measurability => μετρησιμότητα, measly => θλιβερός, measles => ιλαρά, measled => με ιλαρά,