Greek Meaning of multiplying

πολλαπλασιαστής

Other Greek words related to πολλαπλασιαστής

Definitions and Meaning of multiplying in English

Webster

multiplying (p. pr. & vb. n.)

of Multiply

FAQs About the word multiplying

πολλαπλασιαστής

of Multiply

αναπαραγωγή,πολλαπλασιαζόμενος,αναπαραγωγή,δημιουργώντας,αναπαραγωγή,παραγωγική,γέννα,ρουλεμάν,γέννηση,γεννώντας

φθίνων,φθίνων,μείωση προσωπικού,φθίνουσα,μείωση,χαμήλωμα,μειώνοντας,αφαίρεση (από),μειούμενου,σύντμηση

multiply => πολλαπλασιάζω, multiplier onion => κρεμμύδι πολλαπλασιασμού, multiplier => πολλαπλασιαστής, multiplied => πολλαπλασιασμένο, multiplicity => Πολλαπλότητα,