Greek Meaning of multipotent
Πολυδύναμος
Other Greek words related to Πολυδύναμος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of multipotent
- multipolar => πολυπολικός
- multiplying => πολλαπλασιαστής
- multiply => πολλαπλασιάζω
- multiplier onion => κρεμμύδι πολλαπλασιασμού
- multiplier => πολλαπλασιαστής
- multiplied => πολλαπλασιασμένο
- multiplicity => Πολλαπλότητα
- multiplicious => πολλαπλός
- multiplicator => πολλαπλασιαστής
- multiplicatively => πολλαπλασιαστικά
- multipresence => Πολλαπλή παρουσία
- multipresent => πανταχού παρών
- multiprocessing => Πολυεπεξεργασία
- multiprocessor => Πολυεπεξεργαστής
- multiprogramming => πολυπρογραμματισμός
- multipurpose => πολλαπλών χρήσεων
- multiracial => Πολυφυλετικός
- multiradiate => Πολυακτινωτό
- multiramified => πολυκλαδισμένος
- multiramose => Πολυκλάδωτος
Definitions and Meaning of multipotent in English
multipotent (s)
able to many things
multipotent (a.)
Having manifold power, or power to do many things.
FAQs About the word multipotent
Πολυδύναμος
able to many thingsHaving manifold power, or power to do many things.
No synonyms found.
No antonyms found.
multipolar => πολυπολικός, multiplying => πολλαπλασιαστής, multiply => πολλαπλασιάζω, multiplier onion => κρεμμύδι πολλαπλασιασμού, multiplier => πολλαπλασιαστής,