FAQs About the word multiplicatively

πολλαπλασιαστικά

in a multiplicative mannerSo as to multiply.

No synonyms found.

No antonyms found.

multiplicative inverse => Πολλαπλασιαστικός αντίστροφος, multiplicative => Πολλαπλασιαστικός, multiplication => Πολλαπλασιασμός, multiplicate => Πολλαπλασιασμός, multiplicand => Πολλαπλασιαστέος,