Greek Meaning of multiplicatively
πολλαπλασιαστικά
Other Greek words related to πολλαπλασιαστικά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of multiplicatively
- multiplicative inverse => Πολλαπλασιαστικός αντίστροφος
- multiplicative => Πολλαπλασιαστικός
- multiplication => Πολλαπλασιασμός
- multiplicate => Πολλαπλασιασμός
- multiplicand => Πολλαπλασιαστέος
- multiplicable => πολλαπλασιάσιμος
- multipliable => πολλαπλασιαστικός
- multiplexer => πολυπλέκτης
- multiplex operation => λειτουργία πολυπλεξίας
- multiplex => πολυπλέκτης
- multiplicator => πολλαπλασιαστής
- multiplicious => πολλαπλός
- multiplicity => Πολλαπλότητα
- multiplied => πολλαπλασιασμένο
- multiplier => πολλαπλασιαστής
- multiplier onion => κρεμμύδι πολλαπλασιασμού
- multiply => πολλαπλασιάζω
- multiplying => πολλαπλασιαστής
- multipolar => πολυπολικός
- multipotent => Πολυδύναμος
Definitions and Meaning of multiplicatively in English
multiplicatively (r)
in a multiplicative manner
multiplicatively (adv.)
So as to multiply.
FAQs About the word multiplicatively
πολλαπλασιαστικά
in a multiplicative mannerSo as to multiply.
No synonyms found.
No antonyms found.
multiplicative inverse => Πολλαπλασιαστικός αντίστροφος, multiplicative => Πολλαπλασιαστικός, multiplication => Πολλαπλασιασμός, multiplicate => Πολλαπλασιασμός, multiplicand => Πολλαπλασιαστέος,