FAQs About the word multiplicable

πολλαπλασιάσιμος

Capable of being multiplied; multipliable.

No synonyms found.

No antonyms found.

multipliable => πολλαπλασιαστικός, multiplexer => πολυπλέκτης, multiplex operation => λειτουργία πολυπλεξίας, multiplex => πολυπλέκτης, multiple-choice => Πολλαπλών επιλογών,