Greek Meaning of multiple sclerosis
Σκλήρυνση κατά πλάκας
Other Greek words related to Σκλήρυνση κατά πλάκας
Nearest Words of multiple sclerosis
- multiple regression => πολλαπλή παλινδρόμηση
- multiple personality => διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας
- multiple neuritis => Πολυνευρίτιδα
- multiple myeloma => Πολλαπλοῦ Μυελώματος
- multiple mononeuropathy => Πολλαπλές μονονευροπάθειες
- multiple fruit => Πολλαπλά φρούτα
- multiple correlation coefficient => Συντελεστής πολλαπλής συσχέτισης
- multiple correlation => Πολλαπλός συντελεστής συσχέτισης
- multiple => πολλαπλές
- multiplane => Πολυεπίπεδο
- multiple star => Πολλαπλό αστέρι
- multiple voting => Πολλαπλή ψηφοφορία
- multiple-choice => Πολλαπλών επιλογών
- multiplex => πολυπλέκτης
- multiplex operation => λειτουργία πολυπλεξίας
- multiplexer => πολυπλέκτης
- multipliable => πολλαπλασιαστικός
- multiplicable => πολλαπλασιάσιμος
- multiplicand => Πολλαπλασιαστέος
- multiplicate => Πολλαπλασιασμός
Definitions and Meaning of multiple sclerosis in English
multiple sclerosis (n)
a chronic progressive nervous disorder involving loss of myelin sheath around certain nerve fibers
FAQs About the word multiple sclerosis
Σκλήρυνση κατά πλάκας
a chronic progressive nervous disorder involving loss of myelin sheath around certain nerve fibers
Εγκεφαλική παράλυση,πολιομυελίτιδα,αδυναμία,Αναπηρία,Αδυναμία,Παράλυση,παράλυση,αποδυνάμωση,παρακμή,εξασθένηση
κινητικότητα,αίσθηση,κινητικότητα
multiple regression => πολλαπλή παλινδρόμηση, multiple personality => διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας, multiple neuritis => Πολυνευρίτιδα, multiple myeloma => Πολλαπλοῦ Μυελώματος, multiple mononeuropathy => Πολλαπλές μονονευροπάθειες,