Greek Meaning of mobility

κινητικότητα

Other Greek words related to κινητικότητα

Definitions and Meaning of mobility in English

Wordnet

mobility (n)

the quality of moving freely

Webster

mobility (n.)

The quality or state of being mobile; as, the mobility of a liquid, of an army, of the populace, of features, of a muscle.

The mob; the lower classes.

FAQs About the word mobility

κινητικότητα

the quality of moving freelyThe quality or state of being mobile; as, the mobility of a liquid, of an army, of the populace, of features, of a muscle., The mob;

εξάρθρωση,κίνηση,μετανάστευση,κινητικότητα,κίνηση,κίνηση,μετατόπιση,Κινητικότητα,κινώ,Μετακίνηση

Ακινησία,αδράνεια,παύση,διακοπή,τέλος,λήξη,τέλος,σταματώ,αδράνεια,λάθος

mobilise => κινητοποιώ, mobilisation => Κινητοποίηση, mobile river => Κινητό ποτάμι, mobile phone => Κινητό τηλέφωνο, mobile home => Κινητά σπίτια,