Greek Meaning of flapping

τρεμούλιασμα

Other Greek words related to τρεμούλιασμα

Definitions and Meaning of flapping in English

Wordnet

flapping (n)

the motion made by flapping up and down

Webster

flapping (p. pr. & vb. n.)

of Flap

FAQs About the word flapping

τρεμούλιασμα

the motion made by flapping up and downof Flap

στριφογυρίζοντας,σπασμός,κουνώντας,φιολί,σπασμωδικες κινησεις,κίνηση,κινητικότητα,κινητικότητα,στριφογυρίζω,στριφογυρίζοντας

παύση,Ακινησία,αδράνεια,Ακινησία,ηρεμία,σταματάω,λήξη,διακοπή,τέλος,λήξη

flapper => φλάπερ, flapped => φτερούγισε, flap-mouthed => περίεργος, flapjack => Βρωμαδόπιτα, flap-eared => πεταχτά αυτιά,