FAQs About the word flannelette

φανέλα

a cotton fabric imitating flannel

No synonyms found.

No antonyms found.

flanneled => φανελένιο, flannel-cake => Πίτα από φανέλα, flannelbush => Φλανελόδεντρο, flannel mullein => Φλανέλινο βερόνιο, flannel leaf => φύλλο φανελένιο,