Greek Meaning of motility

κινητικότητα

Other Greek words related to κινητικότητα

Definitions and Meaning of motility in English

Wordnet

motility (n)

ability to move spontaneously and independently

a change of position that does not entail a change of location

Webster

motility (n.)

Capability of motion; contractility.

FAQs About the word motility

κινητικότητα

ability to move spontaneously and independently, a change of position that does not entail a change of locationCapability of motion; contractility.

κίνηση,κινητικότητα,κίνηση,εξάρθρωση,μετανάστευση,Κινητικότητα,κινώ,κίνηση,Μετακίνηση,μετατόπιση

Ακινησία,αδράνεια,παύση,διακοπή,τέλος,λήξη,τέλος,σταματώ,αδράνεια,λάθος

motilin => μοτιλίνη, motile => κινητικός, motific => κίνητρο, motif => μοτίβο, mothy => σκόρος,