Greek Meaning of motific

κίνητρο

Other Greek words related to κίνητρο

Definitions and Meaning of motific in English

Webster

motific (a.)

Producing motion.

FAQs About the word motific

κίνητρο

Producing motion.

ερώτηση,ερώτηση,θέμα,Θέμα,περιεχόμενο,Ουσία,ιδέα,κίνητρο,θέμα,υπόθεση

δίπλα,παρέκβαση,εκδρομή,παρένθεση,εφαπτομένη,επιφώνημα

motif => μοτίβο, mothy => σκόρος, moths => σκόροι, moth-resistant => Ανθεκτικό στον σκόρο, mothproof => αντισκωριακό,