Greek Meaning of shutdown

διακοπή λειτουργίας

Other Greek words related to διακοπή λειτουργίας

Definitions and Meaning of shutdown in English

Wordnet

shutdown (n)

termination of operations

FAQs About the word shutdown

διακοπή λειτουργίας

termination of operations

παύση,κοντά,κλείσιμο,Συμπέρασμα,τέλος,τέλος,σταματώ,σύλληψη,Δέσμευση,σταματάω

Συνέχεια,συνέχεια,επέκταση,επιμονή,παράταση

shut out => αποκλείω, shut one's mouth => να βουλώσω το στόμα κάποιου, shut off => απενεργοποιώ, shut in => έγκλειστος, shut down => Απενεργοποίηση,