FAQs About the word prolongation

παράταση

the act of prolonging something, amount or degree or range to which something extends, the consequence of being lengthened in duration

επέκταση,επιμήκυνση,επιμήκυνση,παρατείνοντας,stretching,σχέδιο

συντομογραφία,περιορισμός,περικοπή,συντόμευση,περίληψη,συντόμευση

prolong => παρατείνω, prologuize => Προλεγόμενα, prologue => Πρόλογος, prologize => ζητώ συγγνώμη, prologise => ζητώ συγγνώμη,