FAQs About the word cutback

περικοπή

a reduction in quantity or rate

κλιπ,κόβω,κόβω,ξύρισμα,Διακόσμηση,Μπομπ,σοδειά,αποβάθρα,Κουρεύω,δαγκάνοντας

επεκτείνω,επιμηκύνω,επιμηκύνω

cutaway model => μοντέλο αποκοπής, cutaway drawing => Σχέδιο τομής, cutaway => Τομή, cutaneous vein => Δερματική φλέβα, cutaneous senses => Δερματικές αισθήσεις,