Greek Meaning of cuteness

γλύκα

Other Greek words related to γλύκα

Definitions and Meaning of cuteness in English

Wordnet

cuteness (n)

the quality of being appealing in a delicate or graceful way (of a girl or young woman)

FAQs About the word cuteness

γλύκα

the quality of being appealing in a delicate or graceful way (of a girl or young woman)

ελκυστικότητα,ομορφιά,ομορφιά,ομορφιά,Ομορφιά,Αισθητική,ένσταση,έλξη,Ομορφιά,γοητεία

γκροτέσκο,Ασχήμια,οικειότητα,απλότητα,ασχήμια,έλλειψη ελκυστικότητας,αδυναμία,Τρομερότητα,αισχος,ατέλεια

cutely => γλυκά, cute => χαριτωμένος, cutch => Κατσού, cutback => περικοπή, cutaway model => μοντέλο αποκοπής,