Greek Meaning of nubility

Νυμφευσιμότητα

Other Greek words related to Νυμφευσιμότητα

Definitions and Meaning of nubility in English

Webster

nubility (n.)

The state of being marriageable.

FAQs About the word nubility

Νυμφευσιμότητα

The state of being marriageable.

Αισθητική,γοητεία,έλξη,ελκυστικότητα,ομορφιά,ομορφιά,γλύκα,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,αισθητική

ατέλεια,δυσάρεστος,φρικτότητα,Ελάττωμα,βρωμιά,φρίκη,φρίκη,ατέλεια,αηδία,κακία

nubile => εφηβική, nubilate => συννεφιασμένο, nubigenous => νεφελογενής, nubiferous => συννεφιασμένος, nubian desert => Έρημος της Νουβίας,