Greek Meaning of glossiness

λάμψη

Other Greek words related to λάμψη

Definitions and Meaning of glossiness in English

Wordnet

glossiness (n)

the property of being smooth and shiny

Webster

glossiness (n.)

The condition or quality of being glossy; the luster or brightness of a smooth surface.

FAQs About the word glossiness

λάμψη

the property of being smooth and shinyThe condition or quality of being glossy; the luster or brightness of a smooth surface.

λεπτότητα,επίδειξη,επιδειξιομανία,Επίδειξη,ολισθηρότητα,γοητεία,Λιχουδιά,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,κομψότητα

γκροτέσκο,Ασχήμια,οικειότητα,απλότητα,ασχήμια,έλλειψη ελκυστικότητας,αδυναμία,ατέλεια,δυσάρεστος,φρικτότητα

glossina => Τσετσέ, glossily => λαμπερά, glossic => Γυαλιστερό, glosser => γλωσσατολόγος, glossed => γυαλισμένος,