Greek Meaning of glossary
Λεξικό
Other Greek words related to Λεξικό
- λεξικό
- Βιβλιογραφία
- συλλογή
- Εγκυκλοπαίδεια
- ευρετήριο
- Λεξικό
- λίστα
- καταχώρηση
- Θησαυρός
- λεξιλόγιο
- λεξικό
- Ημερήσια διάταξη
- ημερολόγιο
- κατάλογος
- κατάλογος
- κατάλογος ρεζονέ
- λίστα ελέγχου
- χρονολογία
- επιτομή
- εγκυκλοπαίδεια
- εγκυκλοπαίδεια
- ευρετήριο
- ημερήσια διάταξη
- απαρίθμηση
- Γυαλάδα
- Απογραφή
- φανερός
- μενού
- ονοματολόγιο
- μισθοδοσία
- μητρώο
- κύλισμα
- Προσκλητήριο
- κατάλογος
- Πρόγραμμα
Nearest Words of glossary
Definitions and Meaning of glossary in English
glossary (n)
an alphabetical list of technical terms in some specialized field of knowledge; usually published as an appendix to a text on that field
glossary (n.)
A collection of glosses or explanations of words and passages of a work or author; a partial dictionary of a work, an author, a dialect, art, or science, explaining archaic, technical, or other uncommon words.
FAQs About the word glossary
Λεξικό
an alphabetical list of technical terms in some specialized field of knowledge; usually published as an appendix to a text on that fieldA collection of glosses
λεξικό,Βιβλιογραφία,συλλογή,Εγκυκλοπαίδεια,ευρετήριο,Λεξικό,λίστα,καταχώρηση,Θησαυρός,λεξιλόγιο
No antonyms found.
glossarist => Γλωσσάρι, glossarially => με όρους γλωσσαρίου, glossarial => γλωσσάρι, glossanthrax => βασάνθρακας, glossalgia => γλωσσαλγία,